- Άγιον Όρος ή Άθως
- Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.). Αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους, ανήκει στα 20 μοναστήρια που υπάρχουν εκεί και διατελεί πνευματικά υπό την άμεση εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι όσοι μονάζουν εκεί αποκτούν αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια, ανεξάρτητα από την αληθινή εθνική καταγωγή τους.
Το τοπίο του Α.Ό. συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά των τοπίων όλης της Ελλάδας, δηλαδή λόφους, δάση και άφθονα νερά. Γενικά η χερσόνησος του Άθω είναι δυσπρόσιτη και δυσπροσπέλαστη: στενή και επιμήκης, με πολλές απόκρημνες ακτές και χωρίς μεγάλα φυσικά λιμάνια, στοιχεία που αποτελούν πλεονεκτήματα για τόπους άσκησης και απομόνωσης, όπως είναι τα μοναστήρια. Οι μοναστικές αυτές οικήσεις έχουν δημιουργηθεί σε σημεία που αποτελούν φυσικά οχυρά, ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχική απομόνωση και η ασφάλεια ανθρώπων και κτιρίων από εξωτερικούς κινδύνους.
Το Ά.Ό. υποδιαιρείται σε 20 περιοχές, που τις εξουσιάζουν τα 20 κυρίαρχα μοναστήρια. Εκτός από τις μονές υπάρχουν ακόμα, υποτελείς σε αυτές, 12 σκήτες και 700 κελιά, καλύβες, καθίσματα και ησυχαστήρια ή ασκητήρια (βλ. παρακάτω αρχιτεκτονική). Οι περισσότερες μονές βρίσκονται επάνω ή κοντά στην ακτή και μόνο οι μονές Κουτλουμουσίου, Φιλοθέου, Κωνσταμονίτου και Ζωγράφου βρίσκονται σαφώς στην ενδοχώρα. Τα ησυχαστήρια και ασκητήρια βρίσκονται τα πιο πολλά στο νότιο μέρος και έχουν τη μορφή καλύβας ή σπηλαίου. Υπάρχουν επίσης δύο ιδιαίτεροι οικισμοί· η κωμόπολη Καρυές (233 κάτ.), πρωτεύουσα του Α.Ό., σχεδόν στο κέντρο της χερσονήσου και το επίνειό της, Δάφνη. Άλλοι μοναστικοί οικισμοί με πολλούς κατοίκους είναι η μονή Μεγίστης Λαύρας και η σκήτη Αγίας Άννης.
Στο Ά.Ό. λειτουργούσε άλλοτε η Αθωνιάς Σχολή. Στην πρωτεύουσα Καρυές εδρεύουν η Ιερή Κοινότητα (η οποία αποτελείται από τους αντιπροσώπους των 20 μονών και ασκεί την ανώτατη εποπτεία), η Ιερή Επιστασία (που είναι τετραμελής και αποτελεί εκτελεστικό σώμα), o διοικητής (που ασκεί την κρατική εξουσία), άλλες μικρότερες θρησκευτικές ή διοικητικές αρχές και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Το Ά.Ό. συντηρείται από κρατική επιχορήγηση, από ενοίκια και εισοδήματα ακινήτων και κτημάτων που έχει σε διάφορα μέρη, από τα δασικά και γεωργικά προϊόντα που παράγει (ξυλεία, ξηρούς καρπούς, λάδι, ελιές, κρασί κ.ά.) και από την εργασία των μοναχών (ξυλογλυπτική, αγιογραφία, βιβλιοδεσία κ.ά.). Στο Ά.Ό. ισχύει το άβατον, απαγορεύεται δηλαδή να πάει εκεί γυναίκα ή να προσδέσει πλοίο που να μεταφέρει γυναίκες στις προβλήτες ή στους λιμενίσκους του. Η παραβίασή του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών. Η απαγόρευση επεκτείνεται σε όλα τα θηλυκά ζώα και στους ανήλικους θηλυκού γένους. Τα μοναστήρια ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (εκτός από του Βατοπεδίου) και δεν μετρούν τον χρόνο από τα μεσάνυχτα, όπως όλος o κόσμος, αλλά από τη δύση του ήλιου (στη μονή Ιβήρων από την ανατολή).
Το Ά.Ό. αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της θρησκείας, του έθνους και της τέχνης. Αντιπροσωπεύει τον ορθόδοξο μοναχισμό στην καθαρότερη μορφή του· διαφύλαξε πολύτιμα στοιχεία της ιστορίας του έθνους και της ορθοδοξίας, διατηρώντας ζωντανή την παρουσία του βυζαντινού και μεσαιωνικού ελληνισμού· κρατά μοναδικά και πολύτιμα μνημεία και δείγματα της τέχνης κι ανάμεσα σε αυτά μερικά από τα πιο θαυμαστά δείγματα της βυζαντινής ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής, της μικροτεχνίας και της υμνογραφίας.
Μοναστικός βίος - μοναστήρια. Οι μοναχοί στο Ά.Ό. ζουν σε μοναστήρια καθώς και σε σκήτες, κελιά, καλύβες, καθίσματα και ησυχαστήρια, που ανήκουν σε κάποιο μοναστήρι και αποτελούν εξαρτήματά του.
Τα μοναστήρια, μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα που μοιάζουν σε αρκετές περιπτώσεις με πολίχνες-φρούρια, είναι είκοσι: δεκαεπτά ελληνικά, ένα ρωσικό, ένα βουλγαρικό και ένα σερβικό. Ανάλογα με τον τρόπο που είναι οργανωμένη η ζωή, διακρίνονται σε κοινόβια (11) και σε ιδιόρρυθμα (9). Στα κοινόβια κανένας μοναχός δεν έχει ιδιοκτησία, όλα είναι κοινά ενώ επικεφαλής είναι ο ηγούμενος, που εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία. Στα ιδιόρρυθμα o καθένας φροντίζει ο ίδιος για τη ζωή του, έχει το κελί του και τον κήπο του, ενώ πληρώνεται για ό,τι προσφέρει στο μοναστήρι, αγαθά ή υπηρεσίες. Επικεφαλής είναι η επιτροπή και η σύναξη των προϊσταμένων. Οι σκήτες, συνοικισμοί με ορισμένο αριθμό μοναχών, εξαρτώνται από κάποια μονή και διακρίνονται επίσης σε κοινόβιες (4) και σε ιδιόρρυθμες (8). Οι ιδιόρρυθμες είναι άθροισμα από καλύβες με μικρά σπιτάκια γύρω από έναν ναό, τον κυριακό, και έχουν προϊστάμενο τον δικαίο, που τον εκλέγουν οι γέροντες. Οι κοινόβιες μοιάζουν με μοναστήρια και έχουν κι αυτές προϊστάμενο, τον δικαίο, που την εκλογή του όμως πρέπει να εγκρίνει το μοναστήρι όπου ανήκει η σκήτη. Τα κελιά είναι ιδρύματα, με έναν ναό κι ένα οικοδόμημα. Ανήκουν σε κάποιο μοναστήρι κι αυτό τα παραχωρεί ισόβια σε τρεις μοναχούς, τον γέροντα και τους δύο υποταχτικούς του, οι οποίοι ζουν ή από την καλλιέργεια της γης ή από το ψάρεμα ή από την τέχνη τους (ζωγράφοι, ξυλογλύπτες, βιβλιοδέτες, καλλιγράφοι). Οι καλύβες είναι απομονωμένες κατοικίες που τις παραχωρεί ισόβια ένα μοναστήρι σε κάθε τρεις μοναχούς. Τα καθίσματα είναι μικρές καλύβες που καθεμία παραχωρείται ισόβια σε έναν μοναχό. Τα ησυχαστήρια είναι είτε μικρές καλύβες πάνω σε βράχους είτε σπηλιές ή τρύπες μέσα στους βράχους. Εκεί ο ασκητής ζει όλη του τη ζωή με ό,τι θα του φέρουν ή με ό,τι θα του κατεβάσουν με το σκοινί ή θα ανεβάσει με το καρούλι. Τα μοναστήρια του Α.Ό. με τη χρονολογική σειρά που εμφανίστηκαν είναι τα ακόλουθα: Μεγίστης Λαύρας (963, ιδιόρρυθμο), Βατοπεδίου (περ. 972, ιδιόρρυθμο), Ιβήρων (976, κοινόβιο), Φιλοθέου (περ. 992, ιδιόρρυθμο), Ξηροποτάμου (αρχές 11ου αι., ιδιόρρυθμο), Εσφιγμένου (αρχές 11ου αι., κοινόβιο), Δοχειαρίου (αρχές 11ου αι., ιδιόρρυθμο), Αγίου Παύλου (μέσα 11ου αι., κοινόβιο), Καρακάλλου (1070, κοινόβιο), Ξενοφώντος (περ. 1070, κοινόβιο), Κωνσταμονίτου ή Κασταμονίτου (περ. 1086, κοινόβιο), Κουτλουμουσίου (μέσα 12ου αι., κοινόβιο), Αγίου Παντελεήμονος (1169 παραχωρήθηκε στους Ρώσους, κοινόβιο, ρωσικό), Χιλανδαρίου ή Χελανδαρίου (1197, ιδιόρρυθμο, σερβικό), Ζωγράφου (1270, κοινόβιο, βουλγαρικό), Παντοκράτορος (περ. 1363, ιδιόρρυθμο), Σίμωνος Πέτρας (1363, κοινόβιο), Διονυσίου (1375, κοινόβιο), Γρηγορίου (14ος αι., κοινόβιο), Σταυρονικήτα (1542, κοινόβιο).
Ιστορία. Η θέση, η μορφή και το ύψος του Άθω κέντρισαν από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους την προσοχή και τη φαντασία του ανθρώπου· η μυθολογία συνέδεσε το όνομά του με τη Γιγαντομαχία, τον αναφέρει ο Όμηρος, ενώ στην κορυφή του υπήρχαν βωμοί παλιάς λατρείας. Η χερσόνησος στην αρχαιότητα καλείται Ακτή· σιγά-σιγά όμως το όνομα του βουνού επικρατεί και για τη χερσόνησο, κι από τα χρόνια του Ηρόδοτου (5ος αι. π.Χ.) Άθως ονομάζεται και το βουνό και η χερσόνησος. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι είναι Πελασγοί. Γύρω στο 800 π.Χ. φτάνουν εκεί άποικοι από την Ερέτρια κι από τη Χαλκίδα (από τους τελευταίους ονομάστηκε Χαλκιδική ολόκληρη η χερσόνησος). Η ιστορική παράδοση συνδέει τον Άθω με την καταστροφή δύο στόλων, την ώρα που τον παρέπλεαν: του Πέρση Μαρδόνιου (493 π.Χ.) και του Σπαρτιάτη Επικλή (411 π.Χ.), και με τη διώρυγα που άνοιξε (481 π.Χ.) ο Ξέρξης κοντά στο σημερινό χωριό Νέα Ρόδα για να περάσει τον στόλο του (οι ιστορικοί δεν είναι όλοι σύμφωνοι σε αυτό). Από τις πόλεις που υπήρχαν στον Άθω στην αρχαιότητα, μόνο τα ονόματα έχουν διασωθεί: Σάνη, Ουρανούπολις, Παλαιώριον, Θύσσος, Κλεωναί, Ακρόθωοι, Απολλωνία, Χαράδρια, Ολόφυξος, Δίον· καταστράφηκαν όλες στα χρόνια των ρωμαιομακεδονικών πολέμων (2ος αι. π.Χ.) και σιγά σιγά εξαφανίστηκαν. Σχεδόν για μία χιλιετία από τότε δεν υπάρχει καμιά σαφής ιστορική πληροφορία για τον Άθω. Η περίοδος καλύπτεται από την παράδοση και τον θρύλο.
Τα πρώτα ίχνη προσωπικής παρουσίας στο Ά.Ό., ασαφή όμως και αμφίβολα, σημειώνονται τον 7o αι. μ.Χ. και είναι του Πέτρου του Αθωνίτη. Στον αιώνα αυτό φαίνεται πως αρχίζει να δημιουργείται ένα ρεύμα μοναχών προς τον Άθω από την Αίγυπτο, όπου προχωρεί η αραβική κατάκτηση. Τότε ίσως ιδρύθηκαν τα πρώτα μικρά μοναστήρια και η Καθέδρα των Γερόντων, το συλλογικό όργανο που έχει την έδρα του κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη και αντιμετωπίζει τα κοινά προβλήματα. Το ρεύμα προς τον Άθω θα γίνει ισχυρό αργότερα· ιδίως όταν οι Σελτζουκίδες Τούρκοι θα καταλύσουν τη βυζαντινή ανατολή, ο ανατολικός μοναχισμός θα καμφθεί, τα μοναστικά κέντρα θα διαλυθούν και το κέντρο του βάρους θα μεταφερθεί στη Δύση, όπου θα δημιουργηθούν νέα ιδρύματα λατρείας και άσκησης. Οι μοναχοί, οι ασκητές και οι ερημίτες που κατευθύνονται στο Ά.Ό. ωθούνται από την πίστη και έλκονται από την ασφάλεια, τον θρύλο και την αίγλη.
Σαφείς ιστορικές πληροφορίες για το Ά.Ό. υπάρχουν από τον 9ο αι. O πληθυσμός του, μοναχικός και λαϊκός, έχει πυκνώσει. O αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ ορίζει το 885 με χρυσόβουλο (το αρχαιότερο έγγραφο που έχει σωθεί σχετικά με το Ά.Ό.) ότι η χερσόνησος αποτελεί τόπο άσκησης και ανήκει αποκλειστικά στους μοναχούς. Από τότε o μοναστικός βίος οργανώνεται συστηματικότερα και η Καθέδρα των Γερόντων μεταφέρεται στη Μέση, στις σημερινές Καρυές, όπου ονομάζεται Πρωτάτον, από τον Πρώτο, τον εκλεγμένο άρχοντα της ιερής πολιτείας. Λίγο αργότερα εμφανίζεται στο Ά.Ό. ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Με όπλα την παιδεία του, τις σπάνιες ικανότητές του και τη φιλία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, φέρνει νέο πνεύμα στη ζωή των ερημιτών («τους αρχαίους νόμους παρακινεί και μεταποιείται τα παλαιά ήθη και όρους» θα τον κατηγορήσουν σε λίγο). Έχτισε τη μονή της Λαύρας (963), οργάνωσε τη ζωή των μοναχών και «εις κόσμον το Όρος μετεποίησεν· αγρούς γαρ έσπειρε και εφύτευσεν αμπελώνας και καρπόν γεννήματος εποίησεν». Οι οπαδοί του αυστηρού μοναστικού βίου, με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμίτη (βυζαντινό ευπατρίδη που μονάζει στο Ά.Ό.) αντιδρούν και ζητούν την παρέμβαση του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.Τη σύγκρουση των δύο αντίθετων τάσεων ρύθμισε ο πρώτος καταστατικός χάρτης του Α.Ό., το Πρώτο Τυπικό, που το συνέταξε o Αθανάσιος Αθωνίτης, το επικύρωσε με την υπογραφή του (971 ή 972) ο Τσιμισκής, και αποτελεί σήμερα το ιερότερο κειμήλιο του Α.Ό. Είναι ο λεγόμενος Τράγος (δηλαδή από δέρμα τράγου), μια περγαμηνή πάνω από τρία μέτρα, που φυλάσσεται σε ένα σφραγισμένο κιβώτιο στην Ιερά Κοινότητα, στις Καρυές, το οποίο δεν ανοίγεται παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με ολόκληρη ιεροτελεστία. Η υπογραφή του Τσιμισκή που υπάρχει στον Τράγο, με το κόκκινο αυτοκρατορικό μελάνι, είναι το αρχαιότερο παράδειγμα αυτόγραφης βασιλικής υπογραφής το οποίο σώζεται.
Με την εφαρμογή του Πρώτου Τυπικού, η ζωή αλλάζει: οι σκορπισμένοι μοναχοί συντάσσονται σε κοινότητες, χτίζουν νέα μοναστήρια, ο ερημικός βίος γίνεται ομαδική ζωή και το κοινόβιο αντικαθιστά την παλιά μορφή ασκητείας. Το 980 μνημονεύονται και οι πρώτοι μοναχοί από τη Δύση: προέρχονται από την ιταλική πόλη Αμάλφι και χτίζουν, μεταξύ 985-990, τη μονή των Αμαλφηνών ή Αμαλφιτών, η οποία όμως δεν μπόρεσε να επιζήσει μέσα στην εχθρότητα που αναπτύχθηκε αργότερα εναντίον των Λατίνων. Στα ίδια χρόνια χτίζουν δική τους μονή και οι Ίβηρες, ορθόδοξοι που κατοικούσαν γύρω από τον Καύκασο. Στο τέλος του 10ου αι. η Λαύρα έχει 800 μοναχούς και σε όλο το Ά.Ό υπάρχουν 180 μοναστήρια. Στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-1054) η τάξη έχει διασαλευτεί και συντάσσεται δεύτερο Τυπικό (σώζεται το πρωτόγραφό του).
Στον 11o αι. έρχονται σε επαφή με τον Άθω και οι Ρώσοι, που εγκαθίστανται στη μονή του Ξυλουργού και το 1169 ανεγείρουν τη μονή Παντελεήμονα. Στα χρόνια του Αλέξιου Κομνηνού (1081-1118) η τάξη του Α.Ό. διαταράσσεται πάλι από τους γύρω πληθυσμούς, που καταφεύγουν εκεί με τα ποίμνιά τους για να γλιτώσουν από τους πειρατές. O αυτοκράτορας παίρνει μέτρα για την αυτονομία του Α.Ό., απομακρύνει τους λαϊκούς, επεκτείνει το άβατο σε κάθε θηλυκό πλάσμα και καθιερώνει επίσημα την ονομασία Άγιον Όρος. Γύρω στο 1198 εγκαθίστανται οι Σέρβοι στη μονή του Χιλανδαρίου (βλ. λ. Νεμάνια Στέφανος) και πριν από το 1220 οι Βούλγαροι στη μονή Ζωγράφου.
Στην περίοδο της φραγκοκρατίας (που αρχίζει με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204) το Ά.Ό. υπέστη μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες, και μόνο η προσωπική παρέμβαση του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκου (1206-1216) το έσωσε από την ολοκληρωτική καταστροφή. Με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης δοκιμάζει νέα δεινά. Οι μοναχοί, αμετακίνητοι στα «όρια που οι πατέρες έθεσαν», αντιδρούν στην πολιτική του Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου (1261-1282) που αποβλέπει στην ένωση των εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας φτάνει o ίδιος στο Ά.Ό. και διατάζει να δημευτούν περιουσίες, να καταστραφούν μονές (οι μονές Βατοπεδίου, Ιβήρων και Ζωγράφου κάηκαν) και να θανατωθούν μοναχοί, αλλά δεν κατορθώνει να μετακινήσει τους αγιορείτες από τις απόψεις τους. Νέα συμφορά ήταν οι Καταλανοί μισθοφόροι του Ανδρόνικου Παλαιολόγου (1282-1328), που εισέβαλαν στο Ά.Ό. και κατέστρεψαν τα πάντα. Όταν έφυγαν, το 1309, από τα μοναστήρια που υπήρχαν, 25 μόνο έμειναν όρθια (από αυτά 13 σώζονται έως σήμερα). Ακολουθεί περίοδος θρησκευτικών διενέξεων (βλ. λ. ησυχαστές), που δεν περιορίζονται στον Άθω, αλλά, μαζί με κοινωνικές ταραχές και εμφύλιους πολέμους, ταράζουν τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής από το 1339 έως το τέλος σχεδόν του 14ου αι. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι ανεξάρτητα από τη γενικότερη κοινωνική και πολιτική ακαταστασία του βυζαντινού κράτους στα χρόνια αυτά και ιδίως από την εξάπλωση των Τούρκων. Το 1345 κυριεύουν το Ά.Ό. οι Σέρβοι και το κρατούν περισσότερο από πέντε χρόνια. O ηγεμόνας τους Στέφανος Δουσάν και η γυναίκα του Ελένη (που θα μονάσει αργότερα στις Σέρρες με το όνομα Ελισάβετ) επισκέπτονται όλες τις μονές και τις ενισχύουν πλουσιοπάροχα (ιδιαίτερα φυσικά του Χιλανδαρίου).
Όταν το 1430 οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί προσέφεραν την υποταγή τους στον σουλτάνο Μουράτ B’, ο οποίος την αποδέχτηκε και τους αναγνώρισε τα προνόμια που είχαν. To ίδιο έγινε και το 1453 με τον Μωάμεθ, όταν κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη. Με την αναγνώριση της αυτονομίας και των προνομίων του, το Ά.Ό. κληρονομεί τώρα από τη Βασιλεύουσα την ηγεσία στα γράμματα και στις τέχνες και γνωρίζει μια περίοδο ευημερίας που θα κρατήσει έως τα μέσα του 16ου αι. Η βαρύτατη φορολογία, όμως, η δήμευση κτημάτων, η πειρατεία κ.ά. οδηγούν σιγά-σιγά στον μαρασμό. Τα μοναστήρια σε λίγο δεν μπορούν να συντηρήσουν τους μοναχούς (η Λαύρα από 800 που είχε άλλοτε τώρα έχει 5-6). Με την κατάσταση αυτή οι μοναχοί αρχίζουν να εγκαταλείπουν τα κοινόβια και να φροντίζει ο καθένας για τον εαυτό του· τότε παρουσιάζονται για πρώτη φορά ιδιόρρυθμα μοναστήρια και σκήτες. Κάποια άνθηση θα έρθει αργότερα με την ενίσχυση των ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών. Στον 18ο αι. μονάζουν στο Ά.Ό. Βλάχοι και Μολδαβοί, ιδίως στη σκήτη του Αγίου Δημητρίου ή του Λάκκου (από το 1754) και αργότερα (από το 1820) στη σκήτη του Προδρόμου. Προς τον 18o αι. το Ά.Ό. γίνεται κέντρο πνευματικής κίνησης (βλ. λ. Αθωνιάς Σχολή) απ’ όπου θα περάσουν λόγιοι που πρόσφεραν πολλά στη νεοελληνική αναγέννηση. Το 1754 o Κοσμάς Λαυριώτης εγκατέστησε στη Λαύρα το πρώτο τυπογραφείο. Σε λίγο το Ά.Ό. θα ταραχτεί από νέες δογματικές έριδες, στις οποίες θα προστεθούν αργότερα και οι αντιθέσεις (που δεν περιορίζονται μόνο στο Ά.Ό.) απέναντι στα επαναστατικά κηρύγματα που έρχονται από την Ευρώπη κι από τον Ρήγα. To Ά.Ό. αντιστρατεύεται τους νεωτερισμούς και τη φιλοσοφία της Ευρώπης και μένει αμετακίνητο στα «όρια α οι πατέρες έθεντο». Το 1874 ο πατριάρχης Γαβριήλ Δ’ προσπαθεί, με αυστηρές διατάξεις, να ξαναφέρει το κοινοβιακό σύστημα, ανασυντάσσοντας τα παλαιά τυπικά.
Στην επανάσταση του 1821, μοναχοί, με επικεφαλής τον Νικηφόρο Ιβηρίτη, τον Θεόφιλο Βατοπεδινό και τον Ναθαναήλ Λαυριώτη, συντάσσονται με τις δυνάμεις του Εμμανουήλ Παπά και συγκρούονται με τους Τούρκους στην Κασσάνδρα και στα στενά της Ρεντίνας. Άπειροι και ασύντακτοι καθώς είναι, συντρίβονται. Τον Νοέμβριο του 1821 οι Τούρκοι μπαίνουν στο Ά.Ό., όπου καταστρέφουν και λεηλατούν τα πάντα. Αποχωρούν την άνοιξη του 1822, αφήνοντας μια φρουρά που θα παραμείνει έως το 1830. Με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους, το Ά.Ό. παραμένει στη διοίκηση του σουλτάνου, του αναγνωρίζονται όμως όλα τα παλαιά προνόμια. Τότε αρχίζουν να ξαναγυρίζουν οι μοναχοί που είχαν φύγει για λόγους ασφάλειας, και όλοι μαζί προσπαθούν να επανορθώσουν τις καταστροφές. Από το 1833 αρχίζουν να επιστρέφουν και οι ξένοι μοναχοί: Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι και Σέρβοι, που είχαν απομακρυνθεί κι αυτοί για ασφάλεια.
Στην περίοδο αυτή δημιουργεί προβλήματα η προσπάθεια των Ρώσων να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους και την ιδιοκτησία τους. Το 1876 η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι τα μοναστήρια ανήκαν στο Πατριαρχείο, ενώ οι μοναχοί ήταν υπήκοοι του σουλτάνου, αυτεξούσιοι να διακανονίζουν τα ζητήματα της πολιτείας τους και ως πνευματική τους εξουσία είχαν τον πατριάρχη. Τα δικαιώματα των μοναχών του Α.Ό. αναγνώρισε, δύο χρόνια αργότερα και το συνέδριο του Βερολίνου.
Ουσιαστικά όμως, η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μοναχών παρέμεινε αβέβαιη, καθώς ρυθμιζόταν από την κατά καιρούς διάθεση των τουρκικών αρχών. Η όλη υπόθεση τακτοποιήθηκε μόνο μετά τη νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων και ολοκληρώθηκε με την απελευθέρωση του Α.Ό. από τον τουρκικό ζυγό.
Στις 2 Νοεμβρίου 1912 αγκυροβόλησε στη Δάφνη μοίρα του ελληνικού στόλου και ναυτικά αγήματα κατέλαβαν το Ά.Ό. Οι αντιδράσεις των διαφόρων δυνάμεων, και ιδίως της Ρωσίας, δεν άλλαξαν τα πράγματα. Η Ιερή Κοινότητα με ψήφισμά της (3 Οκτωβρίου 1913) κήρυξε το Ά.Ό. αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας.
Νομικό καθεστώς. Από τα χρόνια ήδη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα με το χρυσόβουλο του Βασίλειου Α’ του Μακεδόνα, είχε παραχωρηθεί διοικητική αυτονομία στους μοναχούς του Α.Ό. Με αρκετές διακυμάνσεις η διοικητική αυτή αυτονομία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Το άρθρο 62 της συνθήκης του Βερολίνου του 1878 επιβεβαίωσε τα δικαιώματα και προνόμια των μοναχών του Α.Ό. Μετά την κατάληψη της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα (1912), η Ρωσία, η οποία πάντοτε έδειχνε ειδικό ενδιαφέρον για το καθεστώς του Α.Ό. επιζήτησε την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής, αλλά οι διαδοχικές συνθήκες του Λονδίνου (1913), του Βουκουρεστίου (1913), του Νεϊγί (1919), των Σεβρών (1920), αναγνώρισαν την κυριαρχία της Ελλάδας. Με την τελευταία αυτή συνθήκη η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να διατηρήσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μοναχών των διαφόρων εθνοτήτων. Σύμφωνα μάλιστα με το γράμμα και το πνεύμα αυτών των διατάξεων διατυπώθηκαν τα άρθρα 109-112 του ελληνικύ συντάγματος του 1927 και τα αντίστοιχα άρθρα των επόμενων συνταγμάτων. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις αναγνωρίζουν το κατά παράδοση προνομιακό καθεστώς του Α.Ό., αλλά διακηρύσσουν ταυτόχρονα ότι τούτο αποτελεί «αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους, του οποίου η κυριαρχία μένει άθικτος επ’ αυτού», ενώ όλοι οι μοναχοί αποκτούν αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια. Το Ά.Ό. διοικείται από συμβούλιο αντιπροσώπων των είκοσι ιερών μονών, σύμφωνα με καταστατικό χάρτη, o οποίος καταρτίζεται από το ίδιο συμβούλιο, με σύμπραξη του εκπροσώπου του ελληνικού κράτους· ο χάρτης πρέπει να επικυρωθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη βουλή των Ελλήνων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί την εποπτεία στο Ά.Ό., ως προς τα πνευματικά ζητήματα, ενώ το ελληνικό κράτος, με διοικητή ασκεί εποπτεία σχετικά με τα λοιπά θέματα και έχει την αποκλειστική ευθύνη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Τα φορολογικά και τελωνειακά πλεονεκτήματα του Α.Ό. ρυθμίζονται με απλό νόμο του ελληνικού κράτους. Oκαταστατικός χάρτης του Α.Ό. συντάχτηκε το 1924 και επικυρώθηκε το 1926. Από τότε εκδόθηκαν πολυάριθμοι νόμοι, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, που διευκρινίζουν και συμπληρώνουν το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που ρυθμίζει την ιδιόρρυθμη αυτή ελληνική κοινότητα.
Ζωγραφική. Η τεχνική που κυριαρχεί στη ζωγραφική του Α.Ό. είναι η τοιχογραφία· ακολουθούν η φορητή εικόνα (ζωγραφισμένη και κάποτε ψηφιδωτή) και το ψηφιδωτό. Τα παλαιότερα δείγματα ζωγραφικής που σώζονται –φορητές εικόνες και ψηφιδωτά– ανάγονται στον 10o-11o αι. και είναι ελάχιστα: ό,τι έχει σωθεί από τις πυρκαγιές και τις επιζωγραφήσεις. Αλλά και τα λίγα αυτά δείγματα και επίσης όσα oι ατελείς επιζωγραφήσεις επιτρέπουν να διακρίνουμε και όσα αποκαλύπτουν ο καθαρισμός και οι στερεώσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια, αφήνουν να διαφανεί ότι τα έργα που κοσμούσαν τους ναούς του Α.Ό. είχαν υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα. Αγιορείτικο ζωγραφικό εργαστήριο που να εργάζεται με δικούς του τρόπους δεν φαίνεται να υπήρξε πριν από τον 17o αι. Όλες οι πριν από την Άλωση εικόνες απηχούν γνωστές τεχνοτροπίες από άλλα έργα που προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη. Οι αγιορείτες μοναχοί προσκαλούν τους καλύτερους και τους πιο προοδευτικούς ζωγράφους της εποχής για να διακοσμήσουν τα θρησκευτικά τους κτίρια. Τούτο μαρτυρεί το πνεύμα προοδευτικότητας που επικρατεί (ιδιαίτερα στην περίπτωση της λεγόμενης μακεδονικής σχολής) αλλά και την υψηλή πνευματική στάθμη και αισθητική καλλιέργεια των μοναχών της εποχής. Τα πρώτα τοπικά εργαστήρια ζωγραφικής φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν κατά τον 17o αι. από μαθητές Κρητικών· προς το τέλος του 18ου αι. ανθεί στη μονή Γρηγορίου το εργαστήρι του μοναχού Ιγνάτιου. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν στο Ά.Ό. εργαστήρια αγιογράφων μοναχών, που ασχολούνται συστηματικά με την αντιγραφή βυζαντινών αγιορείτικων προτύπων.
Από τις παλαιότερες τοιχογραφίες (12ου-13ου αι.) ελάχιστα υπολείμματα σώζονται: ολόσωμες παραστάσεις των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου εξαιρετικής χρωματικής κι εκφραστικής ζωηρότητας (στην άλλοτε μονή Ραβδούχου) και συντρίμματα τοιχογραφιών της παλαιάς τράπεζας του Βατοπεδίου: τρία κεφάλια Αποστόλων με δραματικά ταραγμένη έκφραση, που έχουν εκτελεσθεί με τη γνωστή γραμμική τεχνοτροπία της εποχής. Η τοιχογραφική διακόσμηση θα γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη την εποχή των Παλαιολόγων (14ος-15ος αι.), χωρίς όμως να διαφέρει σε τίποτα από τη διακόσμηση των μνημείων άλλων περιφερειών την ίδια εποχή, ούτε στο εικονογραφικό πρόγραμμα ούτε στην τεχνοτροπία. Γενικό χαρακτηριστικό είναι ότι οι αγιορείτες μοναχοί προσκαλούν τους ζωγράφους της λεγόμενης μακεδονικής σχολής –αντίθετης σε κάθε έννοια μυστικού ιδεαλισμού ή μοναστικής ιερατικότητας– η οποία στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αι. είχε διαδοθεί στον βαλκανικό χώρο και στην Ελλάδα, πιθανότατα με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Από την περίοδο αυτή η παράδοση έσωσε το μυθικό όνομα του Μανουήλ Πανσέληνου (αρχές 14ου αι.) που του αποδίδει τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, του Χιλανδαρίου και του Βατοπεδίου. Πάντως, στη μεγαλειώδη τοιχογράφηση κατά ζώνες του Πρωτάτου με τις μεγάλες και σε δραματικό ρυθμό κινούμενες συνθέσεις, με τις αναρίθμητες ολόσωμες μορφές, εργάστηκαν περισσότεροι από ένας εξαιρετικοί καλλιτέχνες, οι οποίοι εσφαλμένα ταυτίστηκαν με τους ζωγράφους Ευτύχιο και Μιχαήλ Αστραπά, που την ίδια εποχή εργάστηκαν με το ίδιο πνεύμα στην Αχρίδα (1295) και σε άλλες περιοχές της νότιας Σερβίας. Οι τοιχογραφίες της μονής Βατοπεδίου (είχαν επιζωγραφιστεί έτσι ώστε δεν αλλοιώθηκαν τα σχήματα), πλούσιες σε σκηνές δραματικής έντασης και γεμάτες αλήθεια στις μορφές, ανήκουν ασφαλώς σε άλλο ζωγράφο. Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν και για τις τοιχογραφίες της μονής Χιλανδαρίου, ίδιας εποχής και ίδιας σχολής, αλλά ηρεμότερες. Η ίδια σχολή φαίνεται πως εργάστηκε την ίδια εποχή και στη μονή Λαύρας. Η γενική όμως αναταραχή που αρχίζει να δοκιμάζει τώρα το βυζαντινό κράτος και η οποία δεν είναι ανεξάρτητη από την εξάπλωση των Τούρκων, οδηγεί το Ά.Ό., και συνεπώς και την τέχνη του, σε μαρασμό. Οι τελευταίες απηχήσεις της μακεδονικής σχολής φαίνεται ότι βρίσκονταν στα κατεστραμμένα σήμερα καθολικά των μονών Κωνσταμονίτου (1443), Παύλου (1447) και της παλιάς ρωσικής (1451). Υπάρχουν ωστόσο δείγματα και σε αρκετές σκήτες.
Μετά την Άλωση, το Ά.Ό., με την αυτονομία και τα προνόμιά του αναγνωρισμένα, μερικός κληρονόμος της Βασιλεύουσας, γνωρίζει νέα περίοδο ευημερίας, που θα κρατήσει πέρα από τα μέσα του 16ου αι. Τα περισσότερα καθολικά και οι τράπεζες ανοικοδομούνται και ανακαινίζονται. Ζωγράφοι της κρητικής σχολής, οι καλύτεροι της εποχής, καλούνται για τη ζωγραφική διακόσμηση. Δεσπόζει η μορφή του Θεοφάνη Στρελίτζα, του λεγόμενου Μπαθά, που τα έργα του, αλλά και όσα θα εκτελεστούν με την άμεση ή έμμεση οδηγία του, θα επηρεάσουν την τέχνη και των άλλων ορθόδοξων λαών. Μέχρι τον θάνατό του (1559) ο Θεοφάνης, μόνος ή με τα παιδιά του, Συμεών και Νεόφυτο, θα εικονογραφήσει το καθολικό και την τράπεζα της Λαύρας (1535), το καθολικό και ίσως και την τράπεζα της μονής Σταυρονικήτα (1546) και πιθανότατα και άλλα θρησκευτικά κτίρια σε άλλα μοναστήρια. Άλλος ζωγράφος, επίσης κρητικός, ο Τζώρτζης, θα εικονογραφήσει το νεόχτιστο καθολικό και πιθανότατα μέρος της τράπεζας της μονής Διονυσίου (1547). Η ίδια Κρητική σχολή θα διακοσμήσει τον ναό της Μολυβοκλησιάς (1536-1541), την τράπεζα της μονής Φιλοθέου (1540) και τα καθολικά των μονών Κουτλουμουσίου (1540), Ξενοφώντος (1544 και 1663), Δοχειαρίου (1568), Ιβήρων (1593;) και το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στη μονή Παύλου (1555).
Στη διάταξη και στην κάθε σύνθεση της κρητικής σχολής στο Ά.Ό. διατηρούνται οι γνησιότερες βυζαντινές εικονογραφικές και αισθητικές παραδόσεις, μέσα στις οποίες όμως o Θεοφάνης και οι μαθητές του εργάστηκαν δημιουργικά. Από τεχνική άποψη, οι παραδόσεις που ακολουθούν ανήκουν στη σχολή Κωνσταντινούπολης. Η τέχνη όμως του Θεοφάνη δημιουργεί νέα παράδοση: χαρακτηριστικά της (αυτά ακριβώς τη διακρίνουν από τα πρότυπά της) είναι η ηρεμία, η ισορροπία και η λιτότητα της σύνθεσης, χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στο ηθικό κλίμα του υπόδουλου ελληνισμού μετά την άλωση. Αλλά και ως προς την ιταλική τέχνη της εποχής του ο Θεοφάνης δεν είναι ξένος· τα στοιχεία όμως που παίρνει δεν ενοχλούν τον ορθόδοξο Έλληνα θεατή, γιατί, καθώς τα αφομοιώνει απόλυτα στην τεχνοτροπία του, δεν διασπούν σε τίποτα την ενότητα του συνόλου. Την ίδια εποχή διαπρέπει στο Ά.Ό. και ο Φράγκος Κατελάνος από τη Θήβα (ο μόνος μη κρητικός ζωγράφος), που διακοσμεί (1560) το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Λαύρας. Η τεχνοτροπία του διαφέρει κάπως από την κρητική: οι συνθέσεις του είναι πολυανθρωπότερες και λιγότερο ήρεμες και τα δάνεια από τη δυτική τέχνη αφθονότερα. Εκτός από τις τοιχογραφίες έχουν σωθεί και αρκετές φορητές εικόνες της κρητικής σχολής, όπως άλλωστε και της μακεδονικής. Υπάρχουν επίσης ολιγάριθμες εικόνες με υπογραφές γνωστών ζωγράφων της κρητικής σχολής (Ευφροσύνου, στη μονή Διονυσίου· Μιχαήλ Δαμασκηνού, στη μονή Σταυρονικήτα· Ιωάννου Απακά, στη Λαύρα κ.ά.), δεν είναι όμως βέβαιο ότι φιλοτεχνήθηκαν εκεί· πιθανότατα έχουν μεταφερθεί από αλλού.
Με το τέλος του 16oυ αι. τελειώνει και η περίοδος της ακμής. Η φορολογία, η δήμευση, η πειρατεία κ.ά. οδηγούν το Ά.Ό. σε νέο μαρασμό. Οι μονές αδυνατούν να συντηρήσουν τους μοναχούς, οι οποίοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν τα κοινόβια· είναι η εποχή που παρουσιάζονται τα πρώτα ιδιόρρυθμα μοναστήρια και οι σκήτες. Οι μαθητές των ζωγράφων της κρητικής σχολής δημιουργούν τότε τα πρώτα ζωγραφικά εργαστήρια. Στις φορητές εικόνες ακολουθούν παλαιότερα πρότυπα με κάποια καλλιγραφικότητα και με διακοσμητικές τάσεις, ενώ στις τοιχογραφίες χρησιμοποιούν με τυπικό τρόπο τα διδάγματα των Κρητικών (χαρακτηριστικό παράδειγμα η διακόσμηση νεότερου τμήματος της τράπεζας, 1603, και παρεκκλησίου, 1615-1627, της μονής Διονυσίου και της φιάλης της Λαύρας, 1635, από τους μοναχούς Μερκούριο και Δανιήλ). Toν 18o αι. παρουσιάζεται (και θα συνεχιστεί έως το τέλος του) συνειδητή επιστροφή στην τεχνοτροπία του Πρωτάτου. Το φαινόμενο είναι καθαρά τοπικό, θεωρητικός εισηγητής του φαίνεται να είναι ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά και παρατηρείται τόσο στις τοιχογραφίες (κελί Διονυσίου του εκ Φουρνά, 1701, Πορταΐτισσα της Λαύρας, 1713 κ.ά.) όσο και στις φορητές εικόνες, όπου αντιγράφονται πιστά τα έργα του Πανσέληνου. Την περίοδο αυτή εργάζονται στο Ά.Ό. κυρίως Ηπειρώτες ζωγράφοι. H τέχνη τους είναι κάπως απλοϊκή, αλλά η διακοσμητική και αρμονική αίσθηση του χρώματος δίνει ιδιαίτερη γοητεία στις επίπεδες συνθέσεις. Μετά τον 18ο αι. η ζωγραφική συνεχίζεται, αλλά η μεγάλη παράδοση έχει πια τελειώσει.
Από τα ψηφιδωτά του Α.Ό. ελάχιστα σώθηκαν (δεν φαίνεται άλλωστε ότι η πολυτελής τεχνική του ψηφιδωτού διακόσμησε ποτέ ολόκληρους ναούς στο Ά.Ό.). Μερικές από τις ψηφιδωτές παραστάσεις που σώζονται, μαζί με ορισμένες φορητές εικόνες, είναι τα παλαιότερα δείγματα ζωγραφικής στο Ά.Ό., όπως π.χ. o Ευαγγελισμός και η παράσταση της Δέησης στο τύμπανο της πύλης προς τον εσωνάρθηκα (μονή Βατοπεδίου). Η τεχνική του ψηφιδωτού χρησιμοποιήθηκε και σε φορητές εικόνες μικρών διαστάσεων (έχουν σχεδιαστεί με λεπτότατες ψηφίδες προσκολλημένες με κηρομαστίχα πάνω σε σανίδι). Λαμπρότερο δείγμα αυτής της τέχνης είναι το εικονίδιο του Ιωάννη του Θεολόγου στη μονή της Λαύρας (13ος-14ος αι.).
Χειρόγραφα. Ανάμεσα στα κειμήλια που διαφυλάσσει το Ά.Ό. ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα χειρόγραφα, οι κώδικες, όπως λέγονται, βιβλία δηλαδή που έχουν γραφτεί με το χέρι στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Το Ά.Ό. στο σύνολό του κατέχει τη μεγαλύτερη σε όλο τον κόσμο (περισσότερα από 12.000) συλλογή ελληνικών χειρογράφων και τα μισά από όσα βρίσκονται στην Ελλάδα. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 45.000 ελληνικά χειρόγραφα: από αυτά 25.000 είναι στην Ελλάδα και 20.000 στο εξωτερικό. Οι μεγαλύτερες μετά το Ά.Ό. συλλογές βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, στο Βατικανό, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, και ακολουθούν τα Μετέωρα και το Βρετανικό Μουσείο, η Φλωρεντία, η Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου, η Μαρκιανή της Βενετίας, το πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η μονή της Πάτμου.
Τα χειρόγραφα του Α.Ό. υπάρχουν σε κάθε μονή και σκήτη, αλλά κάποτε και σε καλύβες ή και σε καθίσματα και είναι πολύτιμα ή για το περιεχόμενό τους (οι αρχαίοι συγγραφείς, οι Πατέρες της Εκκλησίας και το κείμενο του Ευαγγελίου ακόμα έφτασαν έως εμάς με τα βυζαντινά χειρόγραφα) ή για την τέχνη τους (πολλά αποτελούν ανεπανάληπτα μνημεία τέχνης, με τις μικρογραφίες και τις μεγάλες εικόνες που περιέχουν και με τα κοσμήματα που τα στολίζουν) ή, πολλές φορές μόνο για την έξοχη τεχνοτροπία της γραφής τους. Από τα χειρόγραφα του Α.Ό. μερικές εκατοντάδες είναι περγαμηνά, γραμμένα δηλαδή σε περγαμηνή πριν γενικευτεί η χρήση του χαρτιού. Μερικά από τα περγαμηνά αυτά χειρόγραφα χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 9ο αι. και είναι γραμμένα με τη λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή, δηλαδή με κεφαλαία γράμματα. Το σπανιότερο και αρχαιότερο παράδειγμα γραφής που σώζεται στο Ά.Ό. είναι τέσσερα φύλλα από έναν κώδικα επιστολών του Παύλου του 6ου αι.· άλλα 41 φύλλα του, πολύτιμα κειμήλια, έχουν διασκορπιστεί σε διάφορες βιβλιοθήκες του κόσμου. Στο Ά.Ό. εξακολούθησαν να αντιγράφουν βιβλία με το χέρι έως τον 18ο αι.
Τα χειρόγραφα του Α.Ό. περιέχουν κείμενα θρησκευτικά, βυζαντινά και Ελλήνων κλασικών. Τα θρησκευτικά, που διακρίνονται σε θεολογικά, αγιολογικά και εκκλησιαστικά, είναι τα περισσότερα. Ακολουθούν τα βυζαντινά χρυσόβουλα, έγγραφα δηλαδή με ιδιόχειρες αυτοκρατορικές υπογραφές, ορισμοί και προστάγματα αξιωματούχων και δεσποτών, σιγίλια, πατριαρχικά δηλαδή έγγραφα κ.ά. (Στο Ά.Ό. είναι συγκεντρωμένα πολύ περισσότερα χρυσόβουλα, από όσα σε όλη τη γεωγραφική περιοχή που είχαν υπό την εξουσία τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες).
Τα χειρόγραφα των Ελλήνων κλασικών είναι λίγα, περίπου 600. Αυτό οφείλεται καταρχάς στο ότι το Ά.Ό. είχε πάντοτε θρησκευτικά ενδιαφέροντα, αλλά και στο ότι πολλά χειρόγραφα με κείμενα κλασικών αφαιρέθηκαν από το Ά.Ό. και κοσμούν σήμερα ξένες βιβλιοθήκες. Στα χρόνια της Αναγέννησης και αργότερα, όταν η αναζήτηση άγνωστων κλασικών κειμένων είχε καταντήσει αληθινή μανία, φιλάρχαιοι Eυρωπαίοι ηγεμόνες, ιδρύματα και συλλέκτες, οργάνωναν συστηματικές αποστολές στο Ά.Ό. και σε άλλα μοναστήρια της Ανατολής, με σκοπό vα αντιγράψουν ή vα αποκτήσουν τα πολύτιμα κείμενα. Κυριότερος στόχος τους ήταν φυσικά τα χειρόγραφα με κείμενα των Ελλήνων κλασικών. (O Λαυρέντιος των Μεδίκων π.χ. έστειλε τον Ιανό Λάσκαρι· με εντολή του Μαζαρίνου ο Αθανάσιος ο Ρήτωρ μετέφερε 100 χειρόγραφα που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική βιβλιοθήκη του Παρισιού· ο Ρώσος μοναχός Αρσένιος αφαίρεσε 500, ελληνικά και σλαβικά). Πολλά χειρόγραφα αφαίρεσε επίσης από το Ά.Ό. (σήμερα βρίσκονται στην Εθνική βιβλιοθήκη του Παρισιού) ο Μηνάς Μινωίδης, όταν το 1841 τον έστειλε ο Γάλλος υπουργός παιδείας Βιγεμέν στην Ανατολή για να συλλέξει ή να αντιγράψει αρχαία χειρόγραφα. Από τα σημαντικότερα χειρόγραφα με κείμενα κλασικών που υπάρχουν σήμερα στο Ά.Ό. (μονή Ιβήρων) είναι ένα του 13ου αι., που περιέχει Ευριπίδη, Αισχύλο, Θεόκριτο και Πίνδαρο.
Εκτός από τις εξαιρέσεις των χρόνων της Αναγέννησης, οι κύριες αιτίες καταστροφής μεγάλου αριθμού χειρογράφων ήταν οι πολεμικές αναστατώσεις, οι πυρκαγιές, οι πειρατικές επιδρομές και προπάντων η άγνοια ή η αδιαφορία των μοναχών στους αιώνες της παρακμής. Τη μελέτη των χειρογράφων του Α.Ό. άρχισε το 1880 ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Αρχιτεκτονική περιγραφή. Τα κτίρια του Α.Ό. έχουν χτιστεί σε διαφορετικές εποχές. Αρχαιότερο είναι το Πρωτάτο και ακολουθούν τα καθολικά Βατοπεδίου και Ιβήρων, που είναι του 10ου αι. Τα περισσότερα όμως μοναστηριακά κτίρια είναι του 18ου αι. και μάλιστα βορειοελλαδικού ρυθμού. Έτσι εξηγείται το συγγενικό ύφος των μονών με τα αρχοντικά του Πηλίου ή της Καστοριάς.
Εξωτερικά, οι μονές του Α.Ό. έχουν φρουριακό χαρακτήρα. Άλλοτε περιέσφιγγε τα κτίρια ψηλό τείχος με επίπεδες και αδιάσπαστες επιφάνειες, που ενισχυόταν από τετράγωνους οχυρωτικούς πύργους, επάλξεις με περίδρομο, προμαχώνες και ζεματίστρες. Σήμερα, στους ανώτερους ορόφους έχουν δημιουργηθεί πρόβολοι και σαχνισιά, εξώστες και στεγούλες. Έτσι, η αυστηρή εντύπωση έγινε περισσότερο ανθρώπινη.
Το μοναστηριακό συγκρότημα έχει ομοιόμορφη διάταξη σε όλη την ορθόδοξη χριστιανική ανατολή και υπακούει σε διπλή αναγκαιότητα: πρακτική και πνευματική. Ένας κλοιός από κτίρια περισφίγγει μια αυλή, όπου στέκεται ελεύθερος o κεντρικός ναός, που ονομάζεται καθολικός ναόςκαθολικόν. Έτσι υπάρχει ασφάλεια και λειτουργική εξυπηρέτηση μεταξύ των κτιρίων, και η πνευματική συγκέντρωση για κοινό βίο και κοινή λατρεία. Η λύση είναι απλή, ενιαία και οργανική και μοιάζει με οχυρωμένη πόλη, αρχαία ή μεσαιωνική, αλλά αντικατοπτρίζει και την εσώστρεφη ψυχολογία της αρχαίας ελληνικής οικίας.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος του καθολικού είναι ιδιαίτερος, ονομάζεται αγιορείτικος και ανάγεται βασικά στο σύνθετο τετρακιόνιο με τρεις προσθήκες: το τρίκογχον, τις λιτές, τα πλάγια προσαρτημένα παρεκκλήσια. Το τρίκογχο σχήμα δημιουργείται με τη διάνοιξη δύο πλάγιων αψίδων στις εγκάρσιες κεραίες του σταυροειδούς, ώστε να δημιουργούνται δύο ειδικοί χώροι για τους χορούς των ψαλτών, που ονομάζονται γι’ αυτό χοροί. Στα παλαιότερα καθολικά οι νάρθηκες ήταν διπλοί. Αργότερα, αρχίζοντας από το καθολικό του Χιλανδαρίου, το 1293, εμφανίζεται, λόγω λειτουργικών αναγκών, ο διευρυμένος νάρθηκας που ονομάζεται λιτή, γιατί σε αυτόν γίνονται ορισμένες ακολουθίες. Τα παρεκκλήσια έχουν τύπο τον απλό σταυροειδή με τρούλο και τοποθετούνται στο βόρειο και στο νότιο τμήμα της λιτής. Σε μερικά καθολικά, όπως του Διονυσίου, του Παντοκράτορα και του Κουτλουμουσίου, συναντούμε τα τυπικαριά, δύο χώρους κυκλικούς εσωτερικά και οκταγωνικούς εξωτερικά, που στεγάζονται με τρούλο επάνω σε ψηλό τύμπανο, που παίρνουν τη θέση της πρόθεσης και του διακονικού. Η αρχιτεκτονική διακόσμηση του εσωτερικού των καθολικών αποτελείται από πολυσύνθετα μαρμάρινα δάπεδα, ορθομαρμαρώσεις, επενδύσεις τοίχων με περσικά πλακίδια, μαρμάρινες κολόνες με παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα κλπ. Ο υπερβατικός χαρακτήρας του εσωτερικού χώρου ολοκληρώνεται με τη ζωγράφιση όλων των εσωτερικών επιφανειών. Η οργάνωση αυτή του εκκλησιαστικού χώρου αντιστοιχεί κάπως στην πολυκύμαντη ψυχή του ανθρώπου, αλλά και στη δύσκολη και βαθμιαία απόσπαση του μοναχού, με έναν τρόπο ποιητικό, στον πνευματικό βίο. Υπάρχει μια ψυχολογική κλίμαξ ανόδου από τα παρεκκλήσια και τον εξωνάρθηκα στη λιτή, από τη λιτή στον κυρίως ναό και στο ιερό βήμα, από το τέμπλο στους τοίχους, στα τόξα, στα λοφία, στον τρούλο με τον Παντοκράτορα.
Στον εξωτερικό περίβολο της μονής βρίσκονται προσκολλημένα, με την όψη προς την αυλή, πολυώροφα κτίρια, οι κόρδες που συγκροτούνται από τα κελιά των μοναχών. Προς το εσωτερικό έχουν ανοιχτές στοές (ηλιακοίέμβολοι) που στηρίζονται σε τοξοστοιχίες ή υποστυλώματα λίθινα, πλίνθινα ή ξύλινα. Τα καθαυτό κελιά είναι δωμάτια ορθογώνια, και μικρών διαστάσεων. Οι επιμήκεις κόρδες κοσμούν εσωτερικά την αυλή, έχουν μια λανθάνουσα κατακορυφότητα, που προέρχεται από το σχετικά μεγάλο ύψος, από την επαλληλία των πολυπληθών στοιχείων, από τους πολλούς μικρούς τρούλους που ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί και, τέλος, από την κυρίαρχη μορφή των καμπαναριών και των πύργων.
Απέναντι από το καθολικό βρίσκεται η τράπεζα, ισόγειο συνήθως κτίριο, στο οποίο γίνεται η κοινή εστίαση των μοναχών, που αποτελεί την τελευταία πράξη της Θείας Λειτουργίας. Οι διαστάσεις της είναι μεγάλες και πολλές φορές έχει σταυροειδή κάτοψη και ξύλινη στέγη. Στο βάθος καταλήγει σε τοίχο με μια ή τρεις αψίδες πίσω από το τραπέζι του ηγούμενου. Στην κεντρική αψίδα είναι ιστορημένος ο Μυστικός Δείπνος. Οι υπόλοιποι τοίχοι έχουν τοιχογραφίες που εικονίζουν παράταξη αγίων και μηνολόγια. Στα μεγάλα μοναστήρια, σε ιδιαίτερα κτίρια, βρίσκονται η εστία (μαγειρείο), το μαγκιπείον (αρτοποιείο) και το δοχείον (αποθήκη υγρών), με τα πιθάρια του χωμένα στο χώμα όπως στην Κνωσό. Κοντά στο καθολικό, συνήθως ανάμεσα σε αυτό και στην τράπεζα, βρίσκεται η φιάλη, μικρό, κομψό αναβρυτήριο, που προορίζεται για τον αγιασμό των νερών κάθε πρωτομηνιά και κατά την εορτή των Θεοφανίων. Εκτός από τη φιάλη της μονής Δοχειαρίου, που είναι ορθογώνια, οι άλλες είναι σε σχήμα αρχαίας οκταγωνικής ή δεκαγωνικής θόλου, ιστορημένες εσωτερικά με μαρμάρινα ανάγλυφα θωράκια. Κοντά στο καθολικό επίσης βρίσκονται οιπύργοι κωδωνοστασίων, πυργοειδή κτίρια, συνήθως ανεξάρτητα, με ανοιχτούς ορόφους, που περικλείονται από κοινά δίλοβα παράθυρα. Μέσα κι έξω από τη μονή υπάρχουν πολυπληθείς κρήνες, είτε απλές, οι οποίες αποτελούνται από έναν χτιστό πρισματικό όγκο με αψιδωτό βύθισμα, όπου βρίσκονται ο κρουνός και η λεκάνη, είτε συνθετότερες, οπότε o προηγούμενος τύπος πλουτίζεται με προστέγασμα πάνω σε δύο κομψούς κιονίσκους. Επίσης, μέσα κι έξω από τη μονή βρίσκονται ταφρεατοσκεπάσματα, κτίρια που προστατεύουν τα φρέατα και όσους τα χρησιμοποιούν, συνήθως τετράγωνα, υπόστυλα, θολωτά ή σκεπασμένα με ξύλινη στέγη. Στο ψηλότερο σημείο της μονής είναι χτισμένοι οι οχυρωτικοί πύργοι, θεμελιωμένοι σε βράχο, σήμερα σε δομική επαφή με τα τείχη των περιβόλων. Ο πύργος της κατεστραμμένης τον 13ο αι. μονής των Αμαλφηνών, που στέκεται μόνος μέσα από τα τείχη, αποδεικνύει την ομοιότητα κατασκευής με τα donjons των δυτικών φρουρίων.
Έξω από τη μονή βρίσκονται το κιόσκι (περίπτερο αναμονής), τοβορδοναρείον (ο στάβλος), το νεκροταφείο με τον ναΐσκο του, το οστεοφυλάκιο και φυσικά οι αρσανάδες, δηλαδή τα νεώρια και οι λιμενίσκοι, που έχουν επιμήκη ορθογώνια κάτοψη με μεγάλη αψίδα προς τη θάλασσα και συμπληρώνονται με έναν πύργο που δεσπόζει στην περιοχή.
Μορφή μονής έχουν και οι κοινόβιες σκήτες, ενώ οι ιδιόρρυθμες έχουν μορφή συνοικισμού καλυβών και ακολουθούν ασφαλώς τον πολεοδομικό χαρακτήρα της αρχαίας λαύρας. Ο κεντρικός ναός ονομάζεται κυριακόν και ακολουθεί σε όλα το καθολικό των μονών. Απέναντι στο κυριακό βρίσκεται η τράπεζα και το αρχονταρίκι, δηλαδή ο ξενώνας όπου οδηγείται o επισκέπτης. Ολόκληρο το συγκρότημα περιβάλλεται από μια πλατεία, που αποτελεί το κοινωνικό και θρησκευτικό κέντρο του οικισμού. Σε ολόκληρο το Ά.Ό. είναι διάσπαρτα τα κελιά και τα καθίσματα, δηλαδή αγροικίες στις οποίες κατοικούν ομάδες μοναχών. Μπορεί να είναι πολύ μεγάλα, με οχυρώσεις, όπως o Μυλοπόταμος, ή πολύ μικρά και ταπεινά. Είναι πάντως οργανωμένες κατοικίες με παρεκκλήσιο, τράπεζα, αρχονταρίκι και βιβλιοθήκη. Η μικρότερη οικιστική μονάδα στο Ά.Ό. είναι τα ερημητήρια και τα ασκητήρια ασκηταριά.
Συνοπτική αναφορά. Μια συνοπτική κατ’ αλφαβητική σειρά αναφορά στα μοναστήρια του Α.Ό. ολοκληρώνει την εικόνα της μοναστικής πολιτείας της Χαλκιδικής.
1. Αγίου Παντελεήμονος (ρωσικό). Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου του Άθω, στην παραλία. Από την πρωτεύουσα, τις Καρυές, απέχει 15 χλμ. Ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αι., αρχικά στη θέση Παλαιομονάστηρο. Πυρπολήθηκε τον 13ο αι. και στη συνέχεια τέθηκε υπό την προστασία των Σέρβων βασιλιάδων. Από τον 14o αι. ονομάζεται σε έγγραφα Μονή των Ρώσων. Τον 17ο αι. περιέπεσε σε παρακμή. Το σημερινό μοναστήρι χτίστηκε το 1765. Το οκτάτρουλο καθολικό του μοναστηριού, αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα, χτίστηκε στα χρόνια 1812-21. To τέμπλο είναι ρωσικής τέχνης. Η τράπεζα χτίστηκε το 1892. Στο καμπαναριό, η μεγάλη καμπάνα έχει περιφέρεια 8,71 μ., διάμετρο 2,71 μ. και βάρος 13 τόνους. Υπάρχουν ακόμα άλλες 32 καμπάνες. Οι ακολουθίες στην εκκλησία ψάλλονται στα ελληνικά και τα ρωσικά. Το μοναστήρι έχει τριάντα πέντε παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 1.064 χειρόγραφοι κώδικες και 25.000 τόμοι βιβλίων, ελληνικών και σλαβικών.
2. Αγίου Παύλου. Απέχει από τις Καρυές 4,15’ ώρες πορεία. Μαρτυρίες για την ύπαρξή του έχουμε από τα τέλη του 10ου αι. Τον 14ο αι. καταστράφηκε από επιδρομές και πουλήθηκε σε Σέρβους μοναχούς. Από τότε, ευεργέτες και ανακαινιστές του μοναστηριού είναι Σέρβοι και Βλαχομολδαβοί ηγεμόνες. Στα χρόνια 1816-20 o μοναχός Άνθιμος Κομνηνός διπλασίασε τις οικοδομές και έβαλε τα θεμέλια του νέου καθολικού που τέλειωσε το 1845. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου. Το μαρμάρινο τέμπλο του είναι έργο του Τηνιακού, Ιω. Λυρίτη. Στο μοναστήρι υπάρχουν 10 παρεκκλήσια, μεταξύ των οποίων και του Αγίου Γεωργίου, με τοιχογραφίες του 16ου αι. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 387 χειρόγραφοι κώδικες και 10.000 τόμοι βιβλίων. Μεταξύ των κειμηλίων του μοναστηριού βρίσκεται ξύλινος σταυρός του 13ου αι. με 40 εικονίδια σε περγαμηνή και δίπτυχο του 13ου αι. Στο μοναστήρι υπάγεται η ρουμανική Σκήτη του Λάκκου και η Νέα Σκήτη.
3. Βατοπεδίου. Απέχει από τις Καρυές 3 ώρες πορεία. Η ίδρυσή του αποδίδεται στον Μέγα Κωνσταντίνο και στον Μέγα Θεοδόσιο. Ιστορικές όμως πηγές αποδίδουν την ίδρυση του μοναστηριού στους αδελφούς Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο από την Αδριανούπολη στα χρόνια 972-980. Τον 12ο αι. ο βασιλιάς της Σερβίας Συμεών και ο γιος του Σάββας προσέθεσαν νέα οικοδομήματα. Στις αρχές του 14ου αι. καταστράφηκε από επιδρομές και ξαναχτίστηκε. Το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, είναι κτίσμα του 11ου αι. Τοιχογραφήθηκε τον 14o αι. και ανακαινίστηκε τον 18o αι., οπότε και καταστράφηκαν οι τοιχογραφίες της Μακεδονικής σχολής. Στο μοναστήρι υπάγονται και 18 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 1.700 χειρόγραφοι κώδικες. Επίσης υπάρχουν και φορητές ψηφιδωτές εικόνες του 10ου αι. Από το μοναστήρι εξαρτώνται οι σκήτες Σεραγίου και Αγίου Δημητρίου.
4. Γρηγορίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Άθω, μεταξύ των μοναστηριών Σίμωνος Πέτρας και Διονυσίου. Ιδρύθηκε τον 14o αι. από τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη. Το 1500 ανακαινίστηκε από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Στέφανο. Το 1761 καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε πάλι με δωρεές του οσποδάρου της Ουγγροβλαχίας. Το καθολικό του μοναστηριού είναι αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο και έχει τοιχογραφίες του 18ου αι. Στο μοναστήρι υπάρχουν 12 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 139 χειρόγραφοι κώδικες και 3.500 τόμοι βιβλίων. Στο θησαυροφυλάκιο φυλάσσονται πατριαρχικά σιγίλια και επιτάφιος του 15ου αι.
5. Διονυσίου. Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αι. από τον Διονύσιο. Για την αποπεράτωσή του βοήθησε ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Γ’ Κομνηνός (1350-1390). Το 1535, πυρκαγιά κατέστρεψε ένα μέρος του μοναστηριού. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο του Προδρόμου κι έχει τοιχογραφίες του 16ου αι., έργα του Κρητικού ζωγράφου Τζώρτζη (1547). Η τράπεζα, απέναντι από το καθολικό, έχει τοιχογραφίες Κρητικής σχολής. Στο μοναστήρι υπάρχουν 11 παρεκκλήσια, μερικά όπως της Θεοτόκου, αγιογραφημένα με έργα του ζωγράφου Μακαρίου (1615). Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 798 χειρόγραφοι κώδικες και 5.000 τόμοι βιβλίων. Μεταξύ των κειμηλίων υπάρχουν ευαγγέλια με πολυτελή επένδυση.
6. Δοχειαρίου. Βρίσκεται μεταξύ των μοναστηριών Ξενοφώντος και Κωνσταμονίτη. Η παράδοση ανάγει την ίδρυση του μοναστηριού στον άγιο Ευθύμιο, μαθητή και συνασκητή του αγίου Αθανασίου, τον 10o αι. Ευεργέτης του μοναστηριού υπήρξε o βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ Δούκας (1071-1078). Το 1568 χτίστηκε το καθολικό, που είναι αφιερωμένο στο όνομα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και ιστορημένο από τον ζωγράφο Θεοφάνη. Στο μοναστήρι υπάρχουν 10 παρεκκλήσια. Η βιβλιοθήκη έχει περισσότερα από 400 χειρόγραφα και 1.500 τόμους βιβλίων.
7. Εσφιγμένου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική παραλία της χερσονήσου. Η παράδοση ανάγει την ίδρυσή του στον 5ο αι. H πρώτη μαρτυρία για το μοναστήρι είναι του έτους 1001. Toν 16o αι. καταστράφηκε από πειρατές και ανακαινίστηκε πάλι. To καθολικό του μοναστηριού έχει τοιχογραφίες του 1811 και 1818 και είναι αφιερωμένο στο όνομα της Ανάληψης. Στο μοναστήρι υπάρχουν 8 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 230 χειρόγραφοι κώδικες και 2.000 έντυπα. Μεταξύ των κειμηλίων φυλάσσεται φορητή ψηφιδωτή εικόνα του 13ου αι.
8. Ζωγράφου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρυτές του θεωρούνται τρεις αδελφοί μοναχοί, οι Μωυσής, Ααρών και Ιωάννης. Τον 13ο αι. κατοικήθηκε από Βούλγαρους μοναχούς. Την ίδια εποχή ενισχύθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγο. Στις αρχές του 14ου αι. κάηκε από τους Καταλανούς και ανακαινίστηκε αργότερα από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Παλαιολόγο και τους ηγεμόνες Σερβίας και Μολδοβλαχίας. Το καθολικό του μοναστηριού ξαναχτίστηκε και αγιογραφήθηκε στις αρχές του 19ου αι. Στο μοναστήρι υπάρχουν 14 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται χειρόγραφοι κώδικες, 162 στα ελληνικά, 388 στα σλαβικά καθώς και 16.000 τόμοι βιβλίων στις δύο γλώσσες.
9. Ιβήρων. Απέχει από τις Καρυές 1,30’ ώρα πορεία. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, στο τέλος του 10ου αι. από τον άρχοντα Ιωάννη Τορνίκιο. Το 1865 κάηκε στο μεγαλύτερο μέρος του και ξαναχτίστηκε. Το καθολικό του μοναστηριού χτίστηκε από τον Ίβηρα Γεώργιο Βαρασβατζέ το 1030. Τοιχογραφήθηκε σε διάφορες εποχές (από τον 16o έως τον 19o αι.). Το μοναστήρι έχει 17 παρεκκλήσια, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι της Πορταΐτισσας. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 2.000 χειρόγραφοι κώδικες και 12.000 τόμοι βιβλίων. Μεταξύ των κειμηλίων φυλάσσεται o μανδύας του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και ο σάκος του αυτοκράτορα Ι. Τσιμισκή.
10. Καρακάλλου. Βρίσκεται μεταξύ των μοναστηριών Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας. Το μοναστήρι του Καρακάλλου αναφέρεται σε έγγραφα του 11ου αι. Τον 13o και 14o αι. έπαθε σοβαρές ζημιές από τις επιδρομές των Καταλανών. Ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Πέτρος Ε’ φέρεται ως ο αναστηλωτής του μοναστηριού τον 15o αι. Το καθολικό, που είναι αφιερωμένο στους αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, χτίστηκε το 1548 και τοιχογραφήθηκε στις αρχές του 18ου αι. Το μοναστήρι έχει 7 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 279 χειρόγραφοι κώδικες και 2.500 τόμοι βιβλίων.
11. Κουτλουμουσίου. Απέχει μόλις 500 μ. από τις Καρυές. Χτίστηκε το 988. Καταστράφηκε από τους Καταλανούς τον 13o αι. και επανιδρύθηκε. Το καθολικό, που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αι. και τοιχογραφήθηκε αργότερα. To ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 19ου αι. Στο μοναστήρι υπάρχουν 13 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 750 χειρόγραφοι κώδικες και 3.500 τόμοι βιβλίων. Από το μοναστήρι εξαρτάται και η σκήτη Αγίου Παντελεήμονα, που βρίσκεται κοντά στις Καρυές.
12. Κωνσταμονίτου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική περιοχή του Α.Ό. Κατά την παράδοση, το μοναστήρι ίδρυσε ο Μ. Κωνσταντίνος και το συμπλήρωσε ο γιος του Κώνστας. Άλλη παράδοση θέλει ιδρυτή έναν ασκητή από την Παφλαγονία. Άλλη, τέλος, εκδοχή δέχεται ότι το όνομα του μοναστηριού προέρχεται από τις καστανιές. To καθολικό χτίστηκε το 1867 και είναι αφιερωμένο στο όνομα του αγίου Στεφάνου. Στο μοναστήρι υπάρχουν και 5 παρεκκλήσια. Η βιβλιοθήκη περιέχει 110 χειρόγραφους κώδικες και μεταξύ των κειμηλίων φυλάσσονται κώδικες του 12ου αι. καθώς και τετραευαγγέλια του 11ου αι.
13. Μεγίστης Λαύρας. Απέχει από τις Καρυές 7 ώρες πορεία. Ιδρυτής της είναι ο όσιος Αθανάσιος. Το καθολικό χτίστηκε τον 10o αι. Οι τοιχογραφίες έχουν γίνει από τον Θεοφάνη και θεωρούνται τα καλύτερα έργα του. Στο μοναστήρι υπάρχουν 37 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 470 χειρόγραφοι κώδικες και 8.000 τόμοι βιβλίων. Στο σκευοφυλάκιο φυλάσσεται ο σάκος του Νικηφόρου Φωκά, στολισμένος με πολύτιμους λίθους. Στο μοναστήρι ανήκουν οι σκήτες της Αγίας Άννης και του Αγίου Παύλου.
14. Καυσοκαλύβια. Κέντρο μοναχών που ασχολούνται με την αγιογραφία. H εκκλησία, αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, ιδρύθηκε το 1745 και τοιχογραφήθηκε στα τέλη του 18ου αι.
15. Ξενοφώντος. Ιδρύθηκε τον 10 αι. από τον άγιο Ξενοφώντα. Ο βυζαντινός ναύαρχος Στέφανος, το 1083, ανακαίνισε το μοναστήρι και το μεγάλωσε. Ύστερα από πειρατική επιδρομή (1225) ανακαινίστηκε και πάλι. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στο όνομα του αγίου Γεωργίου και ιστορήθηκε σε διάφορες εποχές. Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού είναι της Κρητικής σχολής και φιλοτεχνήθηκαν το 1544, και του προνάρθηκα το 1637. Δεξιά του Βήματος βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, αρχαιότερο από το μοναστήρι. Το νέο καθολικό χτίστηκε το 1837. Το μοναστήρι έχει 11 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 300 χειρόγραφοι κώδικες και 3.500 τόμοι βιβλίων. Μεταξύ των κειμηλίων υπάρχουν φορητές εικόνες 14ου αι. Από το μοναστήρι εξαρτάται και η σκήτη του Ευαγγελισμού. Ιδρύθηκε το 1766. Η βιβλιοθήκη της Σκήτης περιέχει 360 χειρόγραφους κώδικες και 500 τόμους βιβλία.
16. Ξηροποτάμου. Βρίσκεται στη μέση της νοτιοδυτικής πλευράς του Άθω. Το όνομα του μοναστηριού οφείλεται σε κοντινό ξηροπόταμο. Η ίδρυσή του ανάγεται, σύμφωνα με την παράδοση, στην αδελφή του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μικρού και σύζυγο του αυτοκράτορα Μαρκιανού, την Πουλχερία (424). Μετά την καταστροφή του από τους Σαρακηνούς, το μοναστήρι ξανάχτισαν οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (912-959) και Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός (914-919). Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, το μοναστήρι Ξηροποτάμου ιδρύθηκε στα μέσα του 10ου αι. από τον μοναχό Παύλο. Καταστράφηκε το 1280 και ξαναχτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο (1282-1328). Ανακαινίστηκε το 1763 από τον λόγιο Καισάριο Δαπόντε, οπότε και χτίστηκε το σημερινό καθολικό του μοναστηριού αφιερωμένο στο όνομα των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ιστορημένο το 1783. Στο μοναστήρι υπάρχουν 16 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη υπάρχουν 340 χειρόγραφοι κώδικες και 4.000 τόμοι βιβλίων.
17. Παντοκράτορος. Απέχει από το μοναστήρι Βατοπεδίου 2,30’ ώρες πορεία. Χτίστηκε στα μέσα του 14ου αι. από τον μεγάλο βυζαντινό στρατοπεδάρχη Αλέξιο και τον αδελφό του Ιωάννη. Το 1393 έπαθε ζημιές από πυρκαγιά. Από τον 15o αι. γνώρισε νέα άνθηση. Το 1950 νέα πυρκαγιά κατέστρεψε τη βορειοανατολική πτέρυγα. Το καθολικό, όπως σε όλα τα μοναστήρια του Α.Ό., ανήκει στον τύπο τρουλαίου σταυροειδούς συνθέτου τετρακιονίου. Ιστορήθηκε τον 14o αι. με τοιχογραφίες μακεδονικής τεχνοτροπίας. Το 1854 ανακαινίστηκε και καταστράφηκαν τότε τα πρώτα ζωγραφικά έργα, εκτός από ελάχιστα. Η τράπεζα χτίστηκε το 1741 και ιστορήθηκε το 1742. Το μοναστήρι έχει 14 παρεκκλήσια, από τα οποία τα 5 ιστορημένα. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 317 χειρόγραφοι κώδικες (οι 68 σε περγαμηνή) και 3.500 τόμοι βιβλίων. Μεταξύ των κειμηλίων, φυλάσσονται ευαγγέλιο περγαμηνό με μικρογραφίες 13ου αι., φορητές εικόνες κ.ά. Από το μοναστήρι εξαρτάται και η σκήτη του Προφήτη Ηλίου (ρωσική), που ιδρύθηκε το 1759, από τον Ρώσο μοναχό Παΐσιο.
18. Σίμωνος Πέτρας. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Α.Ό. Το μοναστήρι είναι από τα επιβλητικότερα του Α.Ό., χτισμένο σε βράχο ύψους 333 μ. με επτά ορόφους. Αρχικά χτίστηκε από τον όσιο Συμεώνα στα μέσα του 14ου αι. Το μεγάλωσε, το 1364, o βασιλιάς της Σερβίας Ιωάννης Ούγκλες. Στις 12 Δεκεμβρίου 1580 κάηκε, ξαναχτίστηκε, και πάλι κάηκε το 1626 και το 1891. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού, εκκλησία μικρή, χωρίς τοιχογραφίες. Στο μοναστήρι υπάρχουν 8 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 1.000 τόμοι βιβλίων.
19. Σταυρονικήτα. Βρίσκεται σε απόσταση 6 χλμ. από τις Καρυές. Tο όνομά του προέρχεται από τα κελιά του Σταυρού και του Νικήτα, που βρίσκονται κοντά στο μοναστήρι. Κάηκε το 1657 και το 1879 ξαναχτίστηκε. Το καθολικό του μοναστηριού είναι αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Ιστορήθηκε το 1546 από τον Θεοφάνη και τον γιο του Συμεών. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 169 χειρόγραφοι κώδικες και αρκετά βιβλία. Μεταξύ των κειμηλίων του μοναστηριού υπάρχει ψηφιδωτή εικόνα του 12ου αι.
20. Φιλοθέου. Βρίσκεται σε απόσταση 2,30’ ώρες πορείας από τις Καρυές. Ιδρυτής του είναι ο όσιος Φιλόθεος, που έχτισε το μοναστήρι πριν από το 972. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Βοτανειάτης (1078-81) προσέθεσε νέες οικοδομές. Το 1540 ανακαινίστηκε από τον ηγεμόνα της Γεωργίας Λεόντιο. Το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ιδρύθηκε το 1746 και τοιχογραφήθηκε το 1752. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 250 χειρόγραφοι κώδικες και αρκετοί τόμοι βιβλίων. Μεταξύ των κειμηλίων είναι η εικόνα της Γλυκοφιλούσας του 8ου αι.
21. Χελανδαρίου. Βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του Άθω. Το όνομα του μοναστηριού προέρχεται από κάποιον Χελανδάριο ή Χελανδάρι. Λίγο πριν από το 1200 παραχώρησε το μοναστήρι στον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια και στον γιο του Ράσκο. Τον 13o αι. είχε γίνει πνευματικό κέντρο των Σέρβων και γνώρισε έτσι μεγάλη ακμή όλους τους επόμενους αιώνες, έως τον 17o αι., οπότε σταμάτησαν να έρχονται πια Σέρβοι μοναχοί. Τον 18ο αι. στο μοναστήρι ζούσαν Βούλγαροι μοναχοί, έως το 1896 που ξαναήλθαν πάλι Σέρβοι. Το καθολικό, αφιερωμέvo στα Εισόδια της Θεοτόκου, χτίστηκε τον 13o αι. και ιστορήθηκε τον επόμενο, με τοιχογραφίες μακεδονικής σχολής. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 1774. Στο μοναστήρι υπάρχουν 14 παρεκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 800 χειρόγραφοι κώδικες και 6.600 τόμοι βιβλίων. Στο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται φορητές εικόνες του 12ου αι.
Η κοινοβιακή σκήτη του Προφήτη Ηλία στο Άγιον Όρος, που ιδρύθηκε πριν από το 1839, ενώ στο βάθος διακρίνεται η μονή του Παντοκράτορα, από την οποία εξαρτάται η σκήτη (φωτ. Λυκίδη).
Η μονή Αγίου Παύλου, που υπάρχει από τον 11ο αι., ακριβώς κάτω από τον Άθω στο Άγιον Όρος (φωτ. Λυκίδη).
Η μονή Γρηγορίου στο Άγιον Όρος, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, ιδρύθηκε από τον Γρηγόριο τον Ησυχαστή στα χρόνια του Ιωάννη Παλαιολόγου (1341-1391) (φωτ. Λυκίδη).
Η μονή του Αγίου Παντελεήμονα ή των Ρώσων στο Άγιον Όρος, της οποίας το καθολικό χτίστηκε το 1812-20, ενώ η βιβλιοθήκη της περιλαμβάνει περίπου εκατό χειρόγραφα.
Τμήμα από το πρώτο «Τυπικό» του Αγίου Όρους, τον λεγόμενο «Τράγο», το οποίο συνέταξε ο ιδρυτής της Λαύρας όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης και φυλάσσεται στις Καρυές. Η υπογραφή του Ιωάννη Τσιμισκή αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα αυτόγραφης βασιλικής υπογραφής που σώζεται.
Η μονή Κωνσταμονίτου (11ος αι.) είναι χτισμένη σε μία από τις γραφικότερες τοποθεσίες του Αγίου Όρους (φωτ. Λυκίδη).
Η «Παναγία», έργο του 1542, βρίσκεται στον ναό του Πρωτάτου, στο Άγιον Όρος, και αποτελεί εξαίρετο δείγμα της Κρητικής σχολής.
Η μορφή του Ιωάννη του Πρόδρομου σε αυτό τον πίνακα (1542, Κρητική σχολή) εκφράζει με την αυστηρότητά της την τάση προς την αποπνευμάτωση (ναός του Πρωτάτου).
Κεφαλή άγνωστου αγίου, λεπτομέρεια από τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου οι οποίες αποδίδονται στο μυθικό όνομα του Μανουήλ Πανσέληνου, κατά την περίοδο (αρχές 14ου αι.) που εργάζονταν στο Άγιον Όρος ζωγράφοι της λεγόμενης Μακεδονικής σχολής, αντίθετης προς κάθε έννοια μυστικού ιδεαλισμού (φωτ. συλλογή καθηγητή Π. Μυλωνά).
Το εσωτερικό του ναού του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος με το μαρμάρινο τέμπλο (10ου-11oυ αι.) και τις φορητές εικόνες του 16ου αι. (φωτ. Λυκίδη).
Αγιογραφικό εργαστήριο στο Άγιον Όρος (φωτ. συλλογή καθηγητή Π. Μυλωνά).
Λεπτομέρεια από την τοιχογραφία «Κοίμηση της Θεοτόκου» του ναού του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος, όπου κυριαρχούν οι ολόσωμες μορφές των αγίων (φωτ. συλλογή καθηγητή Π. Μυλωνά).
«Τα Επιφάνεια», τοιχογραφία στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους.
Τοιχογραφία στη μονή Χελανδαρίου του Αγίου Όρους, με θέμα τη «Βάπτιση».
Η μονή Σταυρονικήτα στο Άγιον Όρος, που είναι χτισμένη κοντά στη θάλασσα.
Μίτρες επισκόπων, που διατηρούνται στο θησαυροφυλάκιο της μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Η φιάλη της μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, δηλαδή το «αναβρυτήριο» που προορίζεται για τον αγιασμό των υδάτων.
Η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, Καρυές, έδρα των αρχών της μοναστικής πολιτείας (φωτ. Φ.Β.-Σ.).
Η μονή της Μεγίστης Λαύρας, η αρχαιότερη (963), μεγαλύτερη και πιο ιστορική του Άθω (φωτ. Λυκίδη).
Η μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος, που ιδρύθηκε το 972 και διαθέτει σπάνια κειμήλια και έγγραφα (φωτ. Φ.Β.-Σ.).
Η μορφή του Παντοκράτορα δεσπόζει στο καθολικό της μονής Χελανδαρίου, στο Άγιον Όρος.
Μικρογραφία από κώδικα που βρίσκεται στο Άγιον Όρος.
Τμήμα της μονής Καρακάλλου στο Άγιον Όρος, η οποία αναστηλώθηκε από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Πέτρο Ε’.
Στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους υπάρχουν εξαιρετικές τοιχογραφίες, όπως αυτή της «Ανάστασης».
Η μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος, στην οποία υπάρχουν έργα του ζωγράφου Τζώρτζη της Κρητικής σχολής.
Εσωτερικό της μονής Ξενοφώντος στο Άγιον Όρος, με αξιόλογες τοιχογραφίες της Κρητικής σχολής, έργα του 16ου και 17ου αι.
Η Τράπεζα (τραπεζαρία) της μονής της Μεγίστης Λαύρας, μια από τις χαρακτηριστικότερες που έχουν να επιδείξουν τα μοναστήρια του ελληνικού χώρου.
Η μονή Γρηγορίου στο Άγιον Όρος, η οποία το 1761 καταστράφηκε από πυρκαγιά και αναστηλώθηκε.
Η μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος, στην οποία υπάρχουν έργα του ζωγράφου Τζώρτζη της Κρητικής σχολής.
Η μονή Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος, η ίδρυση της οποίας αποδίδεται στον άγιο Ευθύμιο.
Στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους υπάρχουν εξαιρετικές τοιχογραφίες, όπως αυτή της «Ανάστασης».
Στη μονή Παντελεήμονος υπάρχει και δεύτερο καθολικό με δύο ναούς, χτισμένο το 1888.
Η μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, που οφείλει την ονομασία της στα κελιά του Σταυρού και του Νικήτα.
«Ο αρχάγγελος Γαβριήλ», φορητή εικόνα στον ναό του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος, έργο της Κρητικής σχολής.
Dictionary of Greek. 2013.